στρατολογία

στρατολογία
η
1) призыв в армию; мобилизация; комплектование вооружённых сил; рекрутский, набор (уст. ); 2) прям. , перен. вербовка;

υπηρεσία στρατολογίας — служба призыва, комплектования


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "στρατολογία" в других словарях:

  • στρατολογίᾳ — στρατολογίᾱͅ , στρατολογία raising fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογία — η 1. κατάταξη στο στρατό, συγκέντρωση στρατευσίμων: Έγινε υποχρεωτική στρατολογία όλων των νέων. 2. ειδική υπηρεσία στο στρατό που ασχολείται με την κατάταξη των νεοσύλλεκτων. 3. συγκέντρωση οπαδών: Το κόμμα εργάζεται για τη στρατολογία νέων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… …   Dictionary of Greek

  • στρατολογίας — στρατολογίᾱς , στρατολογία raising fem acc pl στρατολογίᾱς , στρατολογία raising fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογίαν — στρατολογίᾱν , στρατολογία raising fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογίαις — στρατολογία raising fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατολογία 2. φρ. α) «στρατολογικά συμβούλια» συμβούλια που ασχολούνται με προβλήματα σχετικά με τη στράτευση τών οπλιτών β) «στρατολογική υπηρεσία» η υπηρεσία που διεξάγει το στρατολογικό γραφείο, η… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»